- λέμματα
- λέμμαthat which is peeled offneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέμμαθ' — λέμματα , λέμμα that which is peeled off neut nom/voc/acc pl λέμματι , λέμμα that which is peeled off neut dat sg λέμματε , λέμμα that which is peeled off neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμμα — λέμμα, τὸ (Α) 1. φλοιός, φλούδα 2. μτφ. αφελής άνθρωπος 3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» τα λέπια τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ (πρβλ. λέ λεμ μαι, παθ. παρακμ. τού λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek